- προσωπικός
- -ή, -ό / προσωπικός, -ή, -όν, ΝΜ1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ανθρώπου ή ζώου («προσωπική αρτηρία»)2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ως άτομο, ατομικός (α. «προσωπική πρόσκληση» β. «προσωπική ποιότης», Ευστ.)νεοελλ.1. ανατ. χαρακτηρισμός ανατομικού σχηματισμού που αναφέρεται στο πρόσωπο («προσωπική φλέβα»)2. το ουδ. ως ουσ. το προσωπικότο σύνολο τών ατόμων που εργάζονται σε μία δημόσια ή ιδιωτική υπηρεσία ή επιχείρηση3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προσωπικάα) ιδιωτικές υποθέσειςβ) αφορμές διενέξεων, προστριβές, δυσαρέσκειεςγ) (ως επίρρ. χωρίς άρθρο) αυτοπροσώπως, ο ίδιος4. φρ. α) «προσωπικός δείκτης» ανθρωπολ. το πηλίκο τού ύψους τού προσώπου τού ανθρώπου προς το διαζυγωματικό μήκος, πολλαπλασιασμένο επί 100β) «προσωπική προβολή»ιατρ. ανώμαλη προβολή τού εμβρύου στον τοκετό κατά την οποία προβάλλον τμήμα είναι το πρόσωπο και η οποία προκύπτει από υπερέκταση τής κεφαλής τού εμβρύουγ) «προσωπικό νεύρο»ανατ. η έβδομη συζυγία τών εγκεφαλικών νεύρωνδ) «προσωπική κράτηση» — η προσωποκράτησηε) «διοίκηση προσωπικού» — η διεύθυνση τού ανθρώπινου δυναμικού σε μια επιχείρηση ή εκμετάλλευση, αλλ. διαχείριση προσωπικού ή βιομηχανικές σχέσεις προσωπικού ή διαχείριση- διεύθυνση εργατικού δυναμικούστ) «προσωπική αγωγή» — αγωγή με την οποία επιδιώκεται προσωπικό δικαίωμαζ) «προσωπική ελευθερία» — το δικαίωμα του ατόμου να κινείται ελεύθερα, δηλ. να μην καταδιώκεται, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται παρά μόνο όταν τό ορίζει ο νόμοςη) γραμμ. i) «προσωπικό ρήμα» — το ρήμα τού οποίου η διάθεση δηλώνεται με έννοια υποκειμένου, σε αντιδιαστολή προς το απρόσωποii) «προσωπικές αντωνυμίες» — οι αντωνυμίες που δηλώνουν τα τρία πρόσωπα τού λόγου, δηλ. αυτό που ομιλεί, αυτό προς το οποίο αποτείνεται ο λόγος και αυτό για το οποίο γίνεται λόγος.επίρρ...προσωπικώς / προσωπικῶς ΝΜΑ, και προσωπικά Ναυτοπροσώπως, απευθείας, ο ίδιος («πήγα προσωπικώς και τού μίλησα»)νεοελλ.ατομικώς («τόν γνωρίζω προσωπικώς»)αρχ.σε σχέση με το γραμματικό πρόσωπο.
Dictionary of Greek. 2013.